Το παρακάτω το έγραψα μια μέρα που δεν είχα ύπνο και βαριόμουν αφόρητα, όπως αυτές τις μέρες που με τη ζέστη να έχει παραλύσει κάθε γωνιά του μυαλού μου δεν έχω διάθεση για τίποτα....ένας φανταστικός ήρωας που συντρόφευε μια μαρτυρική ώρα...
Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Βήχω, είναι βουλωμένη η μύτη μου, δεν μπορώ ν’ ανασάνω και έχω μετρήσει άπειρα ...δαγκωμένα μηλαράκια μήπως και ηρεμήσω, αλλά τίποτα. Με βλέπω να βγάζω τη βραδιά στο γραφείο, γράφοντας μαλακίες.
Η αγάπη μου κοιμάται του καλού καιρού. Είπα κι εγώ μήπως κουραστώ μετά την καθιερωμένη ερωτική μας, προ ύπνου, επαφή, αλλά παραμένω κάτι παραπάνω από ακμαίος. Τί τον ήθελα εκείνον τον αναθεματισμένο τον καφέ οκτώμισι το βράδυ; Αφού με πιάνει, επιμένω να τον πίνω και την άλλη μέρα να είμαι σαν φάντασμα έχοντας κάνει τον βρικόλακα ολονυχτίς.
Προσπαθώ να κόψω το τσιγάρο αυτές τις μέρες, ιδίως από την Παρασκευή που μ’ έπιασε αυτός ο βοϊδόβηχας δεν έχω καπνίσει καθόλου και ούτε με τραβάει. Αν με ρωτήσει κάποιος εάν είμαι φανατικός καπνιστής δε ξέρω τι να του απαντήσω. Μάλλον ιδιόρρυθμος θα έλεγα -όπως εξάλλου τόσα άλλα πράγματα. Είναι ώρες που με τραβάει το τσιγάρο σαν τρελό, κανονική εξάρτηση, δεν το σβήνω καθόλου, ανάβω το ένα μετά το άλλο. Αν τυχόν έχουν τελειώσει τα πακέτα, τότε είναι που τρέχω στο περίπτερο με ό,τι και να φοράω (μια φορά πήγα με τις πιτζάμες, δεν ντράπηκα καθηγητής πράμα;;), πετάω τη ζελατίνα του πακέτου με λαχτάρα, σαν παιδί που μόλις άνοιξε το χριστουγεννιάτικο δώρο του και χώνω στο στόμα το μαγικό ραβδάκι της απόλαυσης, κάτω από το επιτιμητικό βλέμμα του περιπτερά, που δεν έχει βάλει ποτέ καπνό στο στόμα του.
Άλλες φορές πάλι μπορεί να περάσει μια ολόκληρη μέρα χωρίς να καπνίσω καθόλου, λες και δε ξέρω τι θα πει νικοτίνη, σαν να είμαι ακόμη ο αθλητής που ήμουν κάποτε και η λέξη ?καταχρήσεις? μού είναι παντελώς άγνωστη.
Είχα ένα φίλο, το Μανόλη, που ήταν (δεν ξέρω αν είναι γιατί έχω πολλά χρόνια να τον συναντήσω, έχω χάσει εντελώς τα ίχνη του) ο πιο απίθανος καπνιστής που έχω γνωρίσει ποτέ. Κάπνιζε από δέκα χρονών, μπορεί και μικρότερος, χωρίς να γίνει ποτέ φανατικός του τσιγάρου, εάν είναι δυνατόν.
Με τον Μανόλη είμαστε συγχωριανοί. Τον θυμάμαι να φυσάει μάγκικα, κάνοντας τα χείλη του σαν χωνί, τον καπνό από τα περίτεχνα κάγκελα της πόρτας του σπιτιού της γιαγιάς του, τα καλοκαιριάτικα ζεστά απομεσήμερα που οι γέροι απολαμβάνουν τον υπνάκο τους και δεν παίρνουν χαμπάρι τις παγαποντιές του εγγονού τους.
?Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από ένα καλό τσιγάρο μετά το φαγητό? έλεγε με περισπούδαστο ύφος, σαν να υπήρξε από αιώνες κοινωνός της απαγορευμένης για όλους εμάς, τους υπόλοιπους, απόλαυσης. Οι περισσότεροι από εμάς, μάλλον όλοι, δεν τολμούσαμε να το βάλουμε το στόμα μας, μη τυχόν μας δει κανένας. Δεν μας πήγαινε το μυαλό πως και να μη μας έβλεπαν, μπορεί να μας μύριζαν, αλλά τότε νομίζαμε πως μόνο η όραση είναι η αίσθηση που μπορεί να μας συλλάβει.
Φυσικά, ο Μανόλης, σαν ο πιο ?άνετος? δεν χαμπάριαζε καθόλου.
?Ας με δει η γριά? έλεγε, ?περισσότερο θα της πάει στο μυαλό πως άρπαξε η καγκελόπορτα φωτιά παρά ότι εγώ ντουμανιάζω.? Επικαλούνταν φυσικά τη μαλάκυνση της κυρά Μαρίας, της γιαγιάς του, που μάλλον μας δούλευε όλους ψιλό γαζί και τα είχε τετρακόσια, αλλά όλοι κάναμε την παλαβή αποδεχόμενοι τη δήθεν μειωμένη αντίληψή της.
Το πιο απίθανο απ’ όλα ήταν πως ο Μανόλης εξασφάλιζε τα τσιγάρα του. Εννοείται πως με το χαρτζιλίκι του δεν μπορούσε να πάει στο παντοπωλείο της κυρά Κούλας, της θεόχοντρης ζωντοχήρας, που ήξερε τι ?καπνό φουμάρει? ο καθένας στο χωριό. Ούτε ο Μανόλης μπορούσε ν’ αγοράσει ένα πακέτο δήθεν για τον τάδε. Δε το είχε σε τίποτε η κύρα Κούλα να διασταυρώσει εάν το πακέτο έφτασε στον πραγματικό αποδέκτη του.
Τα πακέτα με τα τσιγάρα, στο παντοπωλείο ?Έχω απ’ όλα?, ήταν τακτοποιημένα σε ραφάκια δίπλα ακριβώς από τις σοκοφρέτες, τις σοκολάτες, τα ματζούνια, τα γλειφιτζούρια, όλα δηλαδή τα είδη που ενδιέφεραν εμάς τα μικρά παιδιά. Ο Μανολάκης, λοιπόν, πλησίαζε στα ράφια, έκανε πως έψαχνε για κάποιο συγκεκριμένο γλύκισμα, ενώ συγχρόνως παρατηρούσε την κυρά Κούλα με την άκρη του ματιού του. Μόλις την έβλεπε να του γυρίζει την πλάτη, να υποδέχεται ή να εξυπηρετεί κάποιον άλλο πελάτη, έχωνε με επιδεξιότητα ένα πακέτο τσιγάρα μέσα στο κοντό του παντελονάκι. Μερικές φορές μάλιστα, από κεκτημένη ταχύτητα, το πακέτο κατέληγε μέσα στο εσώρουχό του, αλλά αυτό δεν τον πτοούσε καθόλου. Συγχρόνως έπαιρνε και μια σοκοφρέτα ή κάτι άλλο, πλήρωνε κανονικότατα με το πενιχρό χαρτζιλίκι του, έριχνε το πιο χαδιάρικο χαμόγελό του στη χοντρή κυρά Κούλα, που όλο τον τράταρε και κανένα λουκούμι, και την κοπανούσε σαν κύριος.
Φυσικά η μάρκα των τσιγάρων δεν τον ενδιέφερε, ό,τι άρπαζε το χέρι του εκείνη την ώρα. Άσε που ο νεανικός του ουρανίσκος δε ξεχώριζε τα ελαφριά από τα βαριά, ούτε τις γεύσεις από τις διάφορες ποικιλίες του καπνού. Ερχόταν, λοιπόν, ο Μανολιός με φουσκωμένο ελαφρώς το σορτσάκι του από τη λεία του και μας έβρισκε μαζεμένους στο εκκλησάκι του Άϊ Γιώργη, λίγο έξω από το χωριό, όπου συνήθως μαζευόμασταν οι πιτσιρικάδες, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των παππούδων και των γονιών μας. Εκεί με μία θριαμβευτική -και ελαφρώς πρόστυχη- κίνηση έχωνε το χέρι του στο παντελονάκι του και, ως δια μαγείας, εμφάνιζε μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας το πολυπόθητο πακέτο. Έχωνε ένα τσιγάρο στο στόμα, έμπαινε κουνιστός και λυγιστός στο ξωκλήσι, έπαιρνε τον αναπτήρα που άναβανε οι περαστικοί τα καντήλια και...τσαφ! άναβε τη δική του ιερή φωτιά τραβώντας δυνατά τον καπνό στην πρώτη ρουφηξιά. Συχνά πνιγόταν από τον καπνό, κανείς μας, όμως, δε γελούσε. Εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο ψηλά στα μάτια μας που ένα αθώο βηχαλάκι δεν αφαιρούσε τίποτα από τη δόξα του.
Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου