Πέμπτη, Απριλίου 13, 2006



Έχω να γράψω περίπου μια βδομάδα και νιώθω τύψεις που αμέλησα, όχι ηθελημένα, αυτόν τον μικρό "προσωπικό" χώρο στο χάος του διαδικτύου. Ποια ανάγκη παρακινεί τους ανώνυμους και επώνυμους του κυβερνοχώρου να καταθέτουν τις σκέψεις τους, ενδόμυχες ή όχι, ανούσιες ή φιλοσοφημένες, σκόρπιες ή τακτικά οργανωμένες, σ' αυτές τις ιστοσελίδες; Η εύκολη απάντηση θα ήταν η ανάγκη που έχουμε για επικοινωνία ή η ροπή προς τη "δημοσιότητα". Προστατευμένη, όμως, πίσω από τα τείχη των κυβερνολεωφώρων. Αν με ρωτούσε κάποιος, ειλικρινά, δεν έχω μια πρόχειρη απάντηση. Κατά καιρούς κρατώ ημερολόγιο, σ' ένα μικρό μπλοκάκι και όχι ηλεκτρονικό, που το έχω σχεδόν πάντα μαζί. Το ξεφυλλίζω και λατρεύω την αταξία. Στυλό (κόκκινο ή μπλε), μολύβι, μουτζούρες, διαγραφές, μισοτελειωμένες σκέψεις. Αταξία που δεν υπάρχει εδώ μέσα και που μου λείπει μερικές φορές. Γι' αυτό αμέλησα το blog μου αυτές τις μέρες.

Συμβαίνουν όμορφα πράγματα στη ζωή μου αυτόν τον καιρό και προτίμησα να γράψω στο μπλοκάκι μου, πολλές σελίδες, με μουτζούρες και "ατάκτως ειρημένες".

Προχθές, αυθημερόν, βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, που δεν είναι πολύ μακριά από εκεί που ζω. Έφριξα. Αν και μεγαλωμένος στην πάλαι ποτέ πανέμορφη Νύφη του Θερμαϊκού, όπου γεννήθηκα, πήγα σχολείο, σπούδασα, ερωτεύτηκα, εργάστηκα, όσο περνούν τα χρόνια τόσο με απωθεί. Κίνηση, βουή και βρωμιά. Ιδίως αυτές τις μέρες που τα σκουπίδια έχουν σχηματίσει δυσώδεις λοφίσκους σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρομάκι ή λεωφόρο. "Είναι δυνατόν;" σκέφτηκα. Δε μπορώ να χωνέψω, αν και έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν (που μάλλον ήμουν πιο αδιάφορος), πως μια ομάδα ανθρώπων, όσο δίκιο και να έχουν, να βυθίζουν μια τόσο ιστορική πόλη στο βόρβορο των σκουπιδιών και της μόλυνσης.
Τι φταίει ο παππούλης που με λυπημένα μάτια, σχεδόν βουρκώνοντας, κοιτούσε τους βρωμερούς σωρούς στην Αγ. Δημητρίου προσπαθώντας να βρει διέξοδο προς το δρόμο. Σκεφτόταν, μάλλον, την περίοδο που οι δρόμοι ήταν από χώμα, χωρίς αυτοκίνητα, με κάρα και διάχυτη την οσμή των αλογίσιων περιττωμάτων. Μια εποχή που τα παιδιά έπαιζαν ελεύθερα, χωρίς άγχος και 10 ώρες την ημέρα φροντιστήρια, οι γιαγάδες κάθονταν στα πράσινα μπαλκονάκια τους, απολαμβάνοντας τα γέλια και τις φωνές των εγγονιών τους, τα αυτοκίνητα ήταν...UFO από ένα άλλο σύμπαν και ο χρόνος κυλούσε πιο αργά, πιο ανθρώπινα...

Επέστρεψα το βράδυ σπίτι μου, κουρασμένος χωρίς να έχω κάνει τίποτα, αφήνοντας πίσω τη βουή και τη βρώμα, προσπαθώντας να σκαρφιστώ τρόπους να αναβάλλω την επόμενη επίσκεψη στην πόλη που γεννήθηκα...