Κοίταξε με τρυφερότητα τη γυναίκα του που κοιμόταν ακόμη. Οι ώμοι της διαγράφονταν κάτω από τα σεντόνια, ακολουθώντας τον ήρεμο ρυθμό της αναπνοής της. Πίσω από τις γρίλιες αχνόφεγγε. Σηκώθηκε αργά, να μη την ενοχλήσει. Πήγε και χάιδεψε το ξανθό κεφαλάκι της κόρης του. Η μικρούλα αναστέναξε ελαφρά, σαν να τον κατάλαβε, χαμογέλασε στον ύπνο της, αλλά δεν ξύπνησε. Ίσα που κουνήθηκε, τόσο όσο χρειάζεται για να τον κάνει ευτυχισμένο.
Η στολή τον περίμενε φρεσκοσιδερωμένη στη μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού. Έφτιαξε καφέ, άναψε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και κάθισε στην αγαπημένη του θέση, μπροστά στο παράθυρο που κοιτούσε τη θάλασσα. Απολάμβανε αυτές τις πρώτες ώρες της ημέρας. Τον βοηθούσαν να συγκεντρωθεί, να ετοιμάσει το μυαλό του για τη μέρα που ξεκινούσε, να απολαύσει τη νηνεμία του δειλού πρωϊνού πριν την ένταση της ημέρας...
“Εμποδίζουμε τους αράπηδες με κάθε τρόπο.” Ο διοικητής ήταν σαφής. Ο δεύτερος καφές συνοδευόταν από τα πρωινά λογύδρια, που λίγο ή πολύ ήταν ίδια κάθε μέρα. Σήμερα, για παράδειγμα, έλεγε “εμποδίζουμε”. Τις προάλλες είπε “παραδειγματείστε τους”, πιο παλιά “γ........στε τους”.
Του αρέσει η δουλειά του. Αυτό το οργασμικό συναίσθημα της απόλυτης εξουσίας πάνω στους βρωμιάρηδες που κάθε τρεις και λίγο εμφανίζονται στο λιμάνι στοιβαγμένοι σ' ένα σαπικάικο. Σ’ αυτούς που ζέχνουν σαν βόθροι και κάνουν την ανάγκη τους όπου βρουν. Είναι φοβερή αίσθηση η κλωτσιά στα πλευρά, στους ανορεξικούς τους κώλους. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά τους...“άσμα ηρωικό και εύθυμο”, παιάνας που υμνεί την ανωτερώτητά του.
“Όσο πιο πολλά σκουλήκια λιώνω, τόσο πιο πλήρης νιώθω”, σκέφτεται. Ο διοικητής του τον καμαρώνει. Τον θεωρεί έναν από τους επίλεκτους, αυτούς που ξελασπώνουν το σώμα. Όχι σαν τους άλλους του φλώρους, τους πρωτευουσιάνους χαρτογιακάδες που το παίζουν φιλάνθρωποι. Αδίστακτος, ψυχρός, υπάκουος. Τα χαρακτηριστικά ενός “άντρα” ανώτερου, έξω από τα συνηθισμένα.
“Εδώ είναι σύνορα κύριοι, ο ‘εχθρός’ έχει πολλές μορφές. Ακόμη και ο πιο καχεκτικός βρωμιάρης είναι ένας εν δυνάμει τρομοκράτης και από αυτούς σας προστατεύουμε“, σκέφτεται κάθε φορά που βλέπει το προσωπικό του να ”δημιουργεί“ στα σκοτεινά κελιά του λιμεναρχείου...
Ο κουβάς ξαναγέμισε. Ο βρωμιάρης (γ....ώ τη φυλή του!) ίσα που αναπνέει, αλλά δεν τον νοιάζει. Θα τον καθαρίσει στο τέλος, θα εκπληρώσει το χρέος του απέναντι στην τιμημένη υπηρεσία και θα επιστρέψει σπίτι να χαϊδέψει το ξανθό κεφαλάκι της κορούλας του... αφού φυσικά πλύνει για πολλή ώρα τα χέρια του. Οι βρωμιάρηδες κουβαλούν τόσα μικρόβια...
Η στολή τον περίμενε φρεσκοσιδερωμένη στη μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού. Έφτιαξε καφέ, άναψε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και κάθισε στην αγαπημένη του θέση, μπροστά στο παράθυρο που κοιτούσε τη θάλασσα. Απολάμβανε αυτές τις πρώτες ώρες της ημέρας. Τον βοηθούσαν να συγκεντρωθεί, να ετοιμάσει το μυαλό του για τη μέρα που ξεκινούσε, να απολαύσει τη νηνεμία του δειλού πρωϊνού πριν την ένταση της ημέρας...
“Εμποδίζουμε τους αράπηδες με κάθε τρόπο.” Ο διοικητής ήταν σαφής. Ο δεύτερος καφές συνοδευόταν από τα πρωινά λογύδρια, που λίγο ή πολύ ήταν ίδια κάθε μέρα. Σήμερα, για παράδειγμα, έλεγε “εμποδίζουμε”. Τις προάλλες είπε “παραδειγματείστε τους”, πιο παλιά “γ........στε τους”.
Του αρέσει η δουλειά του. Αυτό το οργασμικό συναίσθημα της απόλυτης εξουσίας πάνω στους βρωμιάρηδες που κάθε τρεις και λίγο εμφανίζονται στο λιμάνι στοιβαγμένοι σ' ένα σαπικάικο. Σ’ αυτούς που ζέχνουν σαν βόθροι και κάνουν την ανάγκη τους όπου βρουν. Είναι φοβερή αίσθηση η κλωτσιά στα πλευρά, στους ανορεξικούς τους κώλους. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά τους...“άσμα ηρωικό και εύθυμο”, παιάνας που υμνεί την ανωτερώτητά του.
“Όσο πιο πολλά σκουλήκια λιώνω, τόσο πιο πλήρης νιώθω”, σκέφτεται. Ο διοικητής του τον καμαρώνει. Τον θεωρεί έναν από τους επίλεκτους, αυτούς που ξελασπώνουν το σώμα. Όχι σαν τους άλλους του φλώρους, τους πρωτευουσιάνους χαρτογιακάδες που το παίζουν φιλάνθρωποι. Αδίστακτος, ψυχρός, υπάκουος. Τα χαρακτηριστικά ενός “άντρα” ανώτερου, έξω από τα συνηθισμένα.
“Εδώ είναι σύνορα κύριοι, ο ‘εχθρός’ έχει πολλές μορφές. Ακόμη και ο πιο καχεκτικός βρωμιάρης είναι ένας εν δυνάμει τρομοκράτης και από αυτούς σας προστατεύουμε“, σκέφτεται κάθε φορά που βλέπει το προσωπικό του να ”δημιουργεί“ στα σκοτεινά κελιά του λιμεναρχείου...
Ο κουβάς ξαναγέμισε. Ο βρωμιάρης (γ....ώ τη φυλή του!) ίσα που αναπνέει, αλλά δεν τον νοιάζει. Θα τον καθαρίσει στο τέλος, θα εκπληρώσει το χρέος του απέναντι στην τιμημένη υπηρεσία και θα επιστρέψει σπίτι να χαϊδέψει το ξανθό κεφαλάκι της κορούλας του... αφού φυσικά πλύνει για πολλή ώρα τα χέρια του. Οι βρωμιάρηδες κουβαλούν τόσα μικρόβια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου