Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2007

Αντί πανηγυρικού

Η κυρά Μαρία μαζεύει τα σκόρπια και τσαλακωμένα πακέτα από τσιγάρα (ότι απέμεινε δηλαδή), τις σκισμένες εφημερίδες, τα σπασμένα γυαλιά της βιτρίνας. Το μικρό της ψιλικατζίδικο στέκει εδώ και σαράντα περίπου χρόνια στην ίδια γωνία. Η ίδια είναι μια γυναίκα μικροκαμωμένη, λεπτή, κομψή, παρόλα τα 65 χρόνια που βαραίνουν την πλάτη της, και πάνω απ’ όλα ήρεμη. Μια μορφή βιβλική θα έλεγε κανείς, με τα άσπρα της μαλλιά και τα ξεπλυμένα γαλανά μάτια της να διατηρούν την αίγλη της όμορφης νεαρής που ήταν κάποτε.

Για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, τέτοιες μέρες, στα μέσα του Νοέμβρη, μαζεύει τα σπασμένα της περιουσίας της. Κάθε χρόνο και χειρότερα. Φέτος, την τελευταία στιγμή γλίτωσε τη φωτιά από τη μολότωφ που έσκασε στο πεζοδρόμιο, δυο μέτρα μακριά από την πόρτα της. Ο πυροσβεστήρας, που έχει πάντα δίπλα της αυτήν την περίοδο, πρόλαβε την καταστροφή. Δεν μπόρεσε, όμως, να σώσει τίποτε άλλο από τη μανία των κουκουλοφόρων. Ένας πιτσιρικάς, μικρόσωμος και νευρώδης, μ’ ένα κασκόλ γύρω από το κεφάλι του (μόνο δυο φλογισμένα από το θυμό μάτια φαινόταν), μπήκε μέσα και άρχισε με μανία να γκρεμίζει τα πάντα από τα ράφια. Τσιγάρα, σοκολάτες, καραμέλες, περιοδικά και εφημερίδες, όλα γίναν μία μάζα στο πάτωμα και στις πλάκες του πεζοδρομίου. Δυο τρεις άλλοι έσπασαν τα ψυγεία, πήραν τα κουτάκια της μπύρας, άδειασαν ότι δεν ήθελαν και έφυγαν τρέχοντας, ενώ άλλοι έβαζαν φωτιά στον κάδο λίγα μέτρα πιο κει... Εδώ και χρόνια έχει σταματήσει κάθε προσπάθεια να σώζει την περιουσία της.

Τέτοιες μέρες, ένα τετράγωνο πιο πέρα, στο Πανεπιστήμιο, “γιορτάζουν” το Πολυτεχνείο. Κάθε χρόνο, αυτές τις μέρες, της έρχονται στο μυαλό οι αναμνήσει του ‘73, της εποχής που άκουγε τη μετάδοση των φοιτητών και έκλαιγε. “Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο...” έλεγε μια τρεμάμενη γυναικεία φωνή και την έκανε ν’ ανατριχιάζει. Ακούει, σαν να συμβαίνει τώρα, τους πυροβολισμούς, τις κραυγές, αλλά και τα τραγούδια. Είχε κατεβασμένα τα ρολά, φοβόταν, όμως μέσα της έλπιζε πως κάτι πάει να γίνει, πως εκείνη η κοπελίτσα θα ρίξει τους τυράννους από τους αιματοβαμμένους θρόνους τους.

Ανησυχούσε, εκείνη τη νύχτα, για τον άνδρα της. Την είχε αφήσει από νωρίς, “πάω να δω τι γίνεται” της είπε, αλλά δεν είχε φανεί ακόμη. Ο Κωστής ήταν ένας φιλήσυχος, μετρημένος άνθρωπος. Δεν τους έπαιρνες εύκολα κουβέντα. Η κυρά Μαρία τον καταλάβαινε: από το ‘67 και για επτά χρόνια ζήτημα να χαμογέλασε επτά φορές. Μία κάθε χρόνο και αν... Είχε μαυρίσει η ψυχή του με την κατάντια της χώρας του.

Ξαφνικά το μαγαζί άρχισε να τρέμει, σαν να γίνεται σεισμός, σαν κάποιος ακατανόμαστος τρόμος να βγαίνει από τα σωθικά της γης. Δεν τόλμησε να ξεμυτίσει. Άκουγε μόνο και πάγωνε το αίμα της ακόμη περισσότερο. Το κορίτσι από το ράδιο φώναζε: “Μας σκοτώνουν, μας σκοτώνουν...” Απότομα σιωπή. Δεν ακουγόταν τίποτα, λες και όλα ήταν ένα όνειρο. Τινάχτηκε από έναν τρομακτικό θόρυβο, σαν να έσπαγαν πολλά σίδερα μαζί, σαν να κατεδαφιζόταν όλο το τετράγωνο. Πυροβολισμοί, ουρλιαχτά, ποδοβολητά. “Ο Κωστής μου...” σκέφτηκε.

Πάλι φέτος οι αναμνήσεις, όπως κάθε χρόνο. Θέλει να ρωτήσει ένα από αυτά τα παιδιά γιατί καταστρέφουν τα πάντα. Τί τους φταίει μια φιλήσυχη γυναικούλα, που δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι; Θέλει να τους πει για εκείνη τη φωνή που άκουγε στο ράδιο εκείνη τη νύχτα (που την ακούει καμιά φορά στα όνειρά της). Να τους μιλήσει για τα πολυβόλα και τα τανκς, για τον Κωστή της, που δεν γύρισε πίσω... Γιατί τόσο θυμός; Έτσι τιμούν εκείνη την κοπελίτσα;

Σκύβει πάνω από το φαράσι της. Σπρώχνει καρτερικά, χωρίς νεύρο, τα τελευταία μπάζα. Μερικοί νεαροί με μαύρα κράνη, σαν υπερφυσικά έντομα, σταματούν μπροστά της λαχανιασμένοι. Τους κοιτάει και χαμογελάει πικρά. Βλέπουν ότι δεν έχει μείνει τίποτα να σπάσουν και φεύγουν τρέχοντας. Η κυρά Μαρία τους παρακολουθεί με οίκτο να απομακρύνονται. Κι όμως, βαθιά μέσα της πιστεύει πως ο Κωστής της δε χάθηκε άδικα...

1 σχόλιο:

Xrysostomos είπε...

πολύ δυνατό κείμενο